ἀφεψήσῃ

ἀφεψήσῃ
ἀφεψήσηι , ἀφέψησις
fem dat sg (epic)
ἀφέψω
purify
aor subj mid 2nd sg
ἀφέψω
purify
aor subj act 3rd sg
ἀφέψω
purify
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αφέψηση — η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) [αφέψω] βράση, βρασμός νεοελλ. (φαρμ.) 1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό 2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίζω — (AM ἐκχυλίζω) μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση αρχ. εκμυζώ, απομυζώ …   Dictionary of Greek

  • μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”